- ὑπερκαλλής
- ὑπερκαλλήςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερκαλλής — ές, ΜΑ εξαιρετικά όμορφος, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καλλής (< κάλλος), πρβλ. περι καλλής] … Dictionary of Greek
ὑπερκαλλῆ — ὑπερκαλλής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερκαλλής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερκαλλής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαλλεῖ — ὑπερκαλλής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπερκαλλής masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαλλοῦς — ὑπερκαλλής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek